Yângâ tî Gerêki

Sepe

Pandôo

Sepe

αφεντικό \afendiˈko\

  1. patröon
    • Το αφεντικό με βάζει πάντα να δουλεύω παράξενες ώρες.
    • Το νέο αφεντικό μου είναι πολύ φιλικός και πρόθυμος.