Yângâ tî Gerêki

Sepe

Pandôo

Sepe

διάλειμμα \ˈðʝalima\ wala \ðiˈalima\

  1. lipë, rekreasyöon
    • Οι μαθητές στο σχολείο κάνουν πέντε διαλείμματα κάθε μέρα.